διώχνομαι

διώχνομαι
διώχνομαι, διώχτηκα, διωγμένος βλ. πίν. 30 (προφ. διώχνομαι)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναπίπτω — ἀναπίπτω και ποιητ. ἀμπίπτω (Α) 1. πέφτω προς τα πίσω, κλίνω το σώμα προς τα πίσω όπως οι κωπηλάτες 2. αποσύρομαι, υποχωρώ 3. δειλιάζω, διστάζω 4. (για σχέδια) ματαιώνομαι, εγκαταλείπομαι 5. εκτοπίζομαι, διώχνομαι 6. ανακλίνομαι*, ανάκειμαι* για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”